Skip links

Συνέδριο Μόντε Κάρλο & Η Παγκόσμια Αντασφαλιστική Αγορά!

Γράφει ο Ιάσωνας Κατσουλάκης, Διευθύνων Σύμβουλος της Insurance Beat

Η παγκόσμια αγορά αντασφάλισης βρέθηκε σε σταθερή πορεία το 2023, με τις αντασφαλιστικές εταιρείες να καλύπτουν το κόστος κεφαλαίου τους για πρώτη φορά σε τέσσερα χρόνια. Αυτή η ανοδική τάση προβλέπεται να συνεχιστεί και τα επόμενα έτη, με θετικές επιδόσεις να αναμένονται έως το 2025, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης πειθαρχημένης στρατηγικής. Οι αντασφαλιστές πέτυχαν υψηλότερα κέρδη λόγω ευνοϊκής τιμολόγησης στις βραχυπρόθεσμες γραμμές περιουσίας (δηλαδή στις ασφαλίσεις που καλύπτουν περιουσιακά στοιχεία όπως ακίνητα ή εμπορεύματα για σύντομες χρονικές περιόδους – συνήθως ετήσιες, όπου οι απαιτήσεις και οι ζημιές μπορεί να είναι πιο προβλέψιμες), αυξημένης απόδοσης επενδύσεων και ισχυρής κεφαλαιακής επάρκειας. Ας εξετάσουμε όμως αναλυτικά τους παράγοντες που διαμορφώνουν την αγορά και τις αντίστοιχες επιπτώσεις.

Τάσεις και Προοπτικές της Παγκόσμιας Αγοράς Αντασφάλισης
Ευνοϊκοί Παράγοντες της Αγοράς
Η αγορά αντασφάλισης παρουσιάζει έντονη δυναμική, λόγω της αυξανόμενης ζήτησης για αντασφαλιστικά προϊόντα, καθώς οι ασφαλιστικές εταιρείες επιδιώκουν να περιορίσουν την έκθεσή τους σε σημαντικούς κινδύνους. Ιδιαίτερα για το 2024, καταγράφεται νέα ζήτηση για αντασφάλιση ύψους 20 έως 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κυρίως σε προϊόντα που αφορούν φυσικές καταστροφές και μεγάλες επιχειρηματικές ευθύνες. Οι αντασφαλιστικές εταιρείες καλούνται να ανταποκριθούν σε αυτή τη ζήτηση, γεγονός που ασκεί πιέσεις στην προσφορά διαθέσιμης ασφαλιστικής κάλυψης (capacity).

Οι αυξημένες τιμές στις βραχυπρόθεσμες γραμμές, όπως αυτές της ασφάλισης περιουσίας και φυσικών καταστροφών, συνέχισαν να αυξάνονται λόγω των αυστηρότερων όρων και προϋποθέσεων που εφαρμόζονται από τους αντασφαλιστές. Επιπλέον, οι ισχυρές αποδόσεις των επενδυτικών χαρτοφυλακίων, ιδιαίτερα στα ομόλογα, συνέβαλαν στη βελτίωση της κερδοφορίας του κλάδου. Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, δεδομένης της διατήρησης υψηλών επιτοκίων, που βελτιώνουν τις αποδόσεις των επενδύσεων.

Ένας ακόμη καθοριστικός παράγοντας είναι η κεφαλαιακή επάρκεια. Οι αντασφαλιστές στο τέλος του 2023 κατέγραψαν επάρκεια άνω του 99,99% της απαιτούμενης εμπιστοσύνης, προσφέροντας ένα σημαντικό «μαξιλάρι» για πιθανές απρόβλεπτες καταστάσεις. Αυτός ο υψηλός βαθμός κεφαλαιοποίησης τους επιτρέπει να διαχειρίζονται πιο αποτελεσματικά τις φυσικές καταστροφές και άλλους μεγάλους κινδύνους που μπορεί να επηρεάσουν την αγορά.

Προκλήσεις και Κίνδυνοι
Παρά την ευνοϊκή αυτή πορεία, η αγορά παραμένει ευάλωτη σε συγκεκριμένους κινδύνους, κυρίως όσον αφορά τις φυσικές καταστροφές. Οι τυφώνες, οι σεισμοί, αλλά και δευτερεύοντες κίνδυνοι, όπως οι σφοδρές καταιγίδες, συνεχίζουν να αποτελούν σοβαρή απειλή. Η κλιματική αλλαγή και η αυξημένη αστικοποίηση αυξάνουν την έκθεση των ασφαλιστικών εταιρειών σε αυτούς τους κινδύνους, γεγονός που απαιτεί συνεχή προσαρμογή στην τιμολόγηση και την πολιτική ανάληψης κινδύνων.

Ένας άλλος βασικός τομέας ανησυχίας είναι οι ασφαλίσεις ευθύνης, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Τα αποθεματικά των ασφαλιστικών εταιρειών επηρεάζονται από τον πληθωρισμό και την κοινωνική πίεση για υψηλότερες αποζημιώσεις, ιδίως σε γραμμές όπως η γενική ευθύνη (ασφάλιση που καλύπτει αξιώσεις τρίτων για σωματικές βλάβες ή υλικές ζημιές), η επαγγελματική ευθύνη και η υπερβάλλουσα ευθύνη (ασφάλιση που παρέχει πρόσθετη κάλυψη όταν η πρωτοβάθμια ασφάλιση ευθύνης δεν είναι επαρκής για την κάλυψη μεγάλων απαιτήσεων). Οι ασφαλιστικές εταιρείες αναμένεται να προσαρμόσουν τα αποθεματικά τους για να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις αποζημιώσεων, ενώ παράλληλα ενισχύουν τις στρατηγικές τους για τη μείωση της έκθεσης στους κινδύνους αυτούς.

Σημαντικός παράγοντας πρόκλησης είναι και η διακύμανση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Το 2023, η ζήτηση για αντασφαλιστική κάλυψη ξεπέρασε την προσφορά, δημιουργώντας πίεση στην τιμολόγηση και στην αύξηση των ασφαλίστρων. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις για το 2025 δείχνουν μια πιο ισορροπημένη αγορά, με τις βελτιωμένες επιδόσεις των αντασφαλιστών να τους επιτρέπουν σταδιακή αύξηση της χωρητικότητας. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε μια σταθεροποίηση της προσφοράς και ζήτησης, γεγονός που θα μπορούσε να περιορίσει τις αυξήσεις ασφαλίστρων τα επόμενα χρόνια.

Προοπτικές της Ελληνικής Αγοράς
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά, αν και μικρότερη σε κλίμακα από τις παγκόσμιες αγορές, δεν μένει ανεπηρέαστη από τις διεθνείς τάσεις. Οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα λόγω της παγκόσμιας αγοράς αντασφάλισης επηρεάζουν και τις ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες, ειδικά στους κλάδους περιουσίας και φυσικών καταστροφών. Η Ελλάδα, ως χώρα με υψηλή σεισμική δραστηριότητα και αυξανόμενες καταστροφές από πυρκαγιές και πλημμύρες, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις διακυμάνσεις της αντασφαλιστικής αγοράς.

Οι ασφαλιστικές εταιρείες στην Ελλάδα αναμένεται να αυξήσουν τα ασφάλιστρα τους, καθώς επιδιώκουν να καλύψουν τα κόστη αντασφάλισης και να διασφαλίσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Ωστόσο, η αυξημένη ζήτηση για προϊόντα ασφάλισης φυσικών καταστροφών μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες ανάπτυξης για την αγορά. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη ψηφιοποίηση των υπηρεσιών και η βελτίωση των διαδικασιών ανάληψης κινδύνου αναμένεται να αυξήσουν την αποδοτικότητα και την ανταγωνιστικότητα των ασφαλιστικών εταιρειών στη χώρα.

Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαχείριση των επιπτώσεων αυτών των αλλαγών, δεδομένου ότι βρίσκονται στο σημείο επαφής μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των τελικών ασφαλισμένων. Οι αυξήσεις στις τιμές της αντασφάλισης μεταφέρονται στις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες με τη σειρά τους αυξάνουν τα ασφάλιστρα. Οι διαμεσολαβητές καλούνται να εξισορροπήσουν αυτές τις αυξήσεις με την παροχή αξιόπιστων συμβουλών και τη διαπραγμάτευση καλύτερων όρων για τους πελάτες τους. Η ανάγκη για καλύτερη κατανόηση των κινδύνων και των ευκαιριών στην αγορά γίνεται επιτακτική, καθώς οι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι σε θέση να συμβουλεύουν αποτελεσματικά τους πελάτες τους σχετικά με τις κατάλληλες λύσεις ασφάλισης και τα νέα δεδομένα. Επιπλέον, η αύξηση των ασφαλίστρων απαιτεί από τους διαμεσολαβητές να αναθεωρήσουν τις προτάσεις τους προς τους ασφαλισμένους, προκειμένου να εξασφαλίσουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε όρους κόστους και κάλυψης.

Για τους τελικούς ασφαλισμένους, οι αλλαγές στην αντασφαλιστική αγορά μεταφράζονται σε αυξημένα ασφάλιστρα και ενδεχομένως αυστηρότερους όρους κάλυψης. Η άνοδος των τιμών στα προϊόντα ασφάλισης που σχετίζονται με φυσικές καταστροφές ή ασφαλίσεις ευθύνης θα γίνει πιο αισθητή, γεγονός που μπορεί να επιβαρύνει τους ασφαλισμένους οικονομικά.

Συμπεράσματα
Η παγκόσμια αγορά αντασφάλισης βρίσκεται σε πορεία σταθερότητας, με ισχυρές προοπτικές για τα επόμενα χρόνια, αν και παραμένει ευάλωτη σε συγκεκριμένους κινδύνους, όπως οι φυσικές καταστροφές και οι αυξήσεις στις ασφαλίσεις ευθύνης. Η μεγάλη ζήτηση για αντασφαλιστική χωρητικότητα, με αναφορές για νέες ανάγκες της τάξης των 20 με 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, θέτει πίεση στην προσφορά, η οποία όμως αναμένεται να σταθεροποιηθεί το 2025. Οι βελτιωμένες επιδόσεις των αντασφαλιστών θα τους επιτρέψουν να αυξήσουν σταδιακά τη προσφορά καλύψεων τους, κάτι που θα συμβάλει στην ισορροπία της προσφοράς και ζήτησης και στη σταθεροποίηση των ασφαλίστρων.
Η ελληνική αγορά, με τις δικές της προκλήσεις και ευκαιρίες, παραμένει σημαντικό μέρος αυτής της ευρύτερης εικόνας, και οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο θα συνεχίσουν να την επηρεάζουν άμεσα.
Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές πρέπει να προσαρμοστούν στις συνθήκες, παρέχοντας ποιοτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους και διαπραγματευόμενοι καλύτερους όρους. Οι τελικοί ασφαλισμένοι θα πρέπει να προσαρμόσουν τις επιλογές τους, λαμβάνοντας υπόψη τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα και τις πιθανές αλλαγές στους όρους κάλυψης.

Leave a comment